- συμπαιανιζω
- συμπαιανίζωσυμ-παιᾱνίζω1) вместе петь пэан
(τινί Dem.)
2) поднимать общий крик Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινί Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμπαιανίζω — και δ. γρφ. συμπαιωνίζω Α [παιανίζω] 1. ψάλλω παιάνα μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον («καὶ συνεστεφανοῡτο καὶ συνεπαιάνιζεν Φιλίππῳ», Δημοσθ.) 2. (κατ επέκτ.) φωνάζω, κραυγάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
συμπαιωνίζω — Α (δ. γρφ.) βλ. συμπαιανίζω … Dictionary of Greek
συμπαιανίζοντος — συμπαιᾱνίζοντος , συμπαιανίζω pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαιανίσειε — συμπαιᾱνίσειε , συμπαιανίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)